δαλόν

δαλόν
δᾱλόν , δαλός
fire-brand
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… …   Dictionary of Greek

  • ραιστήρ — ῆρος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που συντρίβει, συνθλίβει κάτι, δηλ. η σφύρα, το σφυρί 2. καταστροφέας, εξολοθρευτής («δαλὸν μεγάρων ῥαιστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα τήρ (πρβλ. οικισ τήρ). Το θηλυκό …   Dictionary of Greek

  • σποδιά — και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α 1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.) 2. στάχτη από την καύση νεκρού 3. σκουριά μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. ιά (πρβλ. στρατ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”